Οικουμενικό πατριαρχείο - Ιερός Ναός Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης

 

Φιλανθρωπία Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την Ενορία μας και που με πολύ αγάπη..Περισσότερα

Κοινωνικό φροντιστήριο Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Ενορίας μας λειτουργεί 4 συνεχή χρόνια και..Περισσότερα

Ιστορικό Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ήταν μεγάλος ο πόθος των κατοίκων της περιοχής Μπεντεβή Καμάρας και Παλαιού..Περισσότερα

Πρόγραμμα Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Πρόγραμμα του Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλειου..Περισσότερα

ΚΑΚΑ ΣΗΜΑΔΙΑ

Η ανεξιθρησκία στη χώρα μας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη κι επομένως το να ακολουθεί κανείς τη θρησκεία που θέλει ή να είναι άθεος αποτελεί, ως ελεύθερη επιλογή του, προσωπικό δικαίωμα. Επίσης, ο καθένας μας δικαιούται να έχει την άποψή του και να κάνει τις εκτιμήσεις του για την ιστορική πορεία του έθνους μας, αρκεί, βέβαια, αυτές να αντέχουν στη βάσανο της κριτικής, να είναι δηλαδή ιστορικά θεμελιωμένες.

Κάνω αυτή την εισαγωγή με αφορμή το γεγονός της σύλληψης των μελών μιας ομάδας καλουμένης «Ε», στα σπίτια των οποίων βρέθηκε, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, ολόκληρο οπλοστάσιο. Τα μέλη της ομάδας αυτής, όπως διαβάζουμε, λένε ότι πιστεύουν στον Δία και, για το λόγο αυτό, μισούν το Βυζάντιο, το οποίο αποτελεί έκφραση του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Μάλιστα, προς απόδειξη της ιδεολογικής τους αυτής τοποθέτησης, τοποθέτησαν εκρηκτικό μηχανισμό στο άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στον Μυστρά, με αποτέλεσμα να γίνει ζημιά στο εν λόγω άγαλμα. Δεν μπορεί να περάσει, επίσης, απαρατήρητο το φαινόμενο των βανδαλισμών σε ναούς (κυρίως εξωκκλήσια) από ανθρώπους που δείχνουν έτσι με τον πιο χειροπιαστό τρόπο το μίσος τους προς το Χριστιανισμό και την Εκκλησία. Παράλληλα, τούτο τον καιρό έχει εγερθεί και πάλι το ζήτημα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία, λες και είναι αυτό το πιο σημαντικό ζήτημα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Φαίνεται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν συμπολίτες μας, οι οποίοι όχι απλώς αδιαφορούν για την Ορθοδοξία, αλλά κυριολεκτικά μισούν οτιδήποτε αποτελεί έκφρασή της και προσπαθούν να δείξουν το μίσος τους με όποιο τρόπο μπορούν. Ωστόσο, μέχρι σήμερα στο πλαίσιο αυτού του αντιχριστιανικού φαινομένου δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους όπλα και η μικρή ή μεγαλύτερη, εμφανής ή αφανής αντιπαράθεση με την Εκκλησία δεν ξέφευγε από τα όρια του νόμου. Η αποκάλυψη όμως της ομάδας «Ε» δείχνει ότι το πράγμα πάει να ξεφύγει. Και τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά: Γιατί, άραγε, αυτή η αντιπαράθεση με το Χριστιανισμό και γιατί αυτό το μίσος; Ποιο είναι το τόσο μεγάλο κακό που προξένησε και προξενεί η Εκκλησία στον ελληνικό λαό; Μήπως ο Χριστιανισμός δεν βασίστηκε κατεξοχήν στην ελληνική γλώσσα και δεν υιοθέτησε ό, τι καλύτερο είχε να επιδείξει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός; Μήπως οι χριστιανοί δεν είναι Έλληνες και μάλιστα από τους πιο γνήσιους; Πόσο μπορεί άραγε να τυφλώσει η ιδεολογική εμμονή τον άνθρωπο;

Στα ερωτήματα αυτά οι απαντήσεις είναι σχεδόν αυτονόητες και πασιφανείς, για ένα άνθρωπο που είναι απαλλαγμένος από ιδεολογικές παρωπίδες και φανατισμό. Όσο κι αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν κάποιοι, ο πολιτισμός που γέννησε ο Χριστιανισμός είναι η συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Γιατί πρέπει να δεχτούμε πως κανένας πολιτισμός δεν μένει χωρίς επιρροές και επιδράσεις στην ιστορική του πορεία και κανένας πολιτισμός δεν είναι αιώνια ο ίδιος. Και ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και πολιτισμός έφτασε στο τέλος του και αλλοιώθηκε εκ των πραγμάτων από τη στιγμή που ήλθε σε επαφή με τον κόσμο της Ασίας, ύστερα από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Και μη μου πείτε ότι θα πρέπει να κατηγορήσουμε τον Αλέξανδρο γι’ αυτό. Ποιος, εξάλλου, μπορεί να υποστηρίξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες του 5ου π. Χ. αιώνα ήταν οι ίδιοι με αυτούς των ελληνιστικών χρόνων;  Κάποια στιγμή, επομένως, ήταν μοιραίο να συναντηθεί ο Ελληνισμός με τον Χριστιανισμό, σε μια συνάντηση από την οποία κερδισμένος δεν βγήκε μόνο ο Χριστιανισμός αλλά και ο Ελληνισμός επίσης. Ευτυχώς, δηλαδή, για τον Ελληνισμό που υπήρξε αυτή η συνάντηση. Φανταστείτε τι θα σωζόταν από την αρχαία ελληνική γραμματεία, αν π.χ. οι χριστιανοί συμπεριφέρονταν όπως οι σημερινοί τζιχαντιστές. Όμως, είναι χαρακτηριστικό ότι οι καλόγεροι στα μοναστήρια αντέγραφαν τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους αρχαίους τραγικούς ή τον Αριστοφάνη.

Αλλά και όποιος διαβάσει προσεκτικά τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικού συγγραφείς (ειδικά τους Τρεις Ιεράρχες και τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης) θα διαπιστώσει ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ορολογία είναι ολοζώντανη στα έργα τους. Η παιδεία στα χρόνια του Βυζαντίου ήταν παιδεία ελληνική, η γλώσσα ήταν η ελληνική, πράγμα που σημαίνει ότι η σκέψη των βυζαντινών ήταν ελληνική, αφού σκέψη και γλώσσα είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αλλά μήπως και η Θ. Λειτουργία δεν διασώζει στοιχεία από το αρχαίο δράμα; Ας το καταλάβουμε επιτέλους ότι το Βυζάντιο υπήρξεν ο θεματοφύλακας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ή τουλάχιστον των καλύτερων στοιχείων του (διότι δεν ήταν όλα καλά στην αρχαία Ελλάδα). Χωρίς το Βυζάντιο και την παράδοση που δημιούργησε γύρω από τη μελέτη των αρχαίων είναι άγνωστο αν σωζόταν τίποτε από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Πόσοι, εξάλλου, πολιτισμοί χάθηκαν στους αιώνες δίχως να αφήσουν ίχνη; Πέραν τούτου, όμως, το Βυζάντιο, ως εκφραστής της Ορθοδοξίας δημιούργησε το δικό του πολιτισμό (λογοτεχνία, αρχιτεκτονική, ζωγραφική-εικονογραφία, υμνογραφία, αρχιτεκτονική), ο οποίος σήμερα θαυμάζεται από όλο τον κόσμο. Αν ο αρχαίος κόσμος έχει να επιδείξει την ωραιότητα του Παρθενώνα, το Βυζάντιο έχει να δείξει τη μεγαλοπρέπεια και το εσωτερικό κάλλος της Αγίας Σοφίας, για να φέρω ένα μικρό παράδειγμα.

Το ζήτημα, βέβαια, της συνάντησης του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό είναι σύνθετο. Το έλυσαν, ωστόσο, με τον πιο τέλειο τρόπο οι Τρεις Ιεράρχες, μια λύση που κάποιοι σήμερα αμφισβητούν. Αμφισβητώντας όμως αυτή τη γενναία και ιδιοφυή λύση, όπου με το ελληνικό μέτρο αντιμετωπίζεται η αλληλοπεριχώρηση των δύο πολιτισμικών μεγεθών, αμφισβητούν και αρνούνται την ίδια την ελληνική ιστορία. Διότι η ιστορία του Βυζαντίου είναι ιστορία ελληνική, ό, τι και να λέει ο καθένας, όπως ελληνική είναι και η ιστορία των ελληνιστικών χρόνων, παρόλο που οι τότε ιστορικές συνθήκες ήταν διαφορετικές από αυτές της αρχαίας Ελλάδας. Στην ελληνική ιστορία και στον ελληνικό πολιτισμό ανήκουν εξίσου ο Μιλτιάδης, ο Περικλής, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Λουκιανός αλλά και ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειτος, ο Λέων ο Ίσαυρος, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Κων/νος Παλαιολόγος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Χρυσόστομος, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς ο Μελωδός, η Άννα η Κομνηνή. Με την Ορθοδοξία όχι απλώς συμπορεύτηκε αλλά εν πολλοίς ταυτίστηκε ο Ελληνισμός κατά τα χρόνια του Βυζαντίου αλλά και μετά την άλωση της Πόλης.

Όσοι, επομένως, μισούν και πολεμούν το Βυζάντιο, τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία, πολεμούν τον ιστορικό τους εαυτό, υποσκάπτουν οι ίδιοι την ταυτότητα και την ύπαρξη του λαού  μας, αρνούνται την ιστορία και την παράδοσή μας. Διότι στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα δεν είναι ιδεολογικό αλλά καθαρά υπαρξιακό, πρόβλημα εθνικής υπάρξεως. Όσοι το αντιμετωπίζουν με ιδεολογικούς όρους πράττουν μέγα σφάλμα, επειδή αδυνατούν να δουν συνολικά την πραγματικότητα. Θα έλεγα πως το πρόβλημα  των σημερινών Ελλήνων είναι ότι αδυνατούμε να βγούμε από τη μερικότητα, να δούμε τον εαυτό μας συνολικά. Αυτό αποτελεί τη μεγάλη μας αστοχία, το μέγα μας αμάρτημα. Ας αναλογιστούμε ότι είναι άλλο πράγμα η διαφορετικότητα και άλλο η μερικότητα. Η πρώτη δεν σημαίνει διαίρεση, διάσπαση. Σημαίνει απλώς άλλη αντίληψη, που στο πλαίσιο του νόμου και της ανοιχτής κοινωνίας, όπου ζούμε,  είναι ανεκτή και αποδεκτή. Επικίνδυνη είναι η μερικότητα και μάλιστα από τη στιγμή που θέλει να επιβληθεί με τα όπλα και τη βία. Ας σκεφτούμε με μεγαλύτερη ψυχραιμία, με υγιή ιστορική συνείδηση, με γνώση της ιστορίας, όντας σε επαφή με όσα συμβαίνουν στον ταραγμένο κόσμο, όπου ζούμε, γιατί τα σημάδια δεν είναι καλά. Ας μη βγάζουμε μόνοι μας τα μάτια μας κι ας μη πριονίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε, δηλαδή την ιστορία και την παράδοσή μας.


Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης