Οικουμενικό πατριαρχείο - Ιερός Ναός Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης

 

Φιλανθρωπία Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την Ενορία μας και που με πολύ αγάπη..Περισσότερα

Κοινωνικό φροντιστήριο Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Ενορίας μας λειτουργεί 4 συνεχή χρόνια και..Περισσότερα

Ιστορικό Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ήταν μεγάλος ο πόθος των κατοίκων της περιοχής Μπεντεβή Καμάρας και Παλαιού..Περισσότερα

Πρόγραμμα Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Πρόγραμμα του Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλειου..Περισσότερα

Κρυολόγημα

Γράφει: Παπαδόπουλος Γιάννης, Φαρμακοποιός

Συμπτώματα και επιπλοκές

Το κοινό κρυολόγημα είναι ο τυπικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί μια ιογενής λοίμωξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού. Είναι ήπιο με απότομη έναρξη και βραχεία πορεία, αυτοπεριοριζόμενο και σπάνια προκαλεί σοβαρές επιπλοκές.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Tolan και Nquyen et.al. (2007), τουλάχιστον επτά διαφορετικές οικογένειες ιών εμπλέκονται στο κοινό κρυολόγημα. Παρόλα αυτά, ο πιο συχνός είναι ο ρινοϊός. Ένα άλλο συμπέρασμα της εν λόγω μελέτης είναι ότι το κοινό κρυολόγημα είναι ευρέως διαδεδομένο σε όλους τους τομείς του πληθυσμού. Είναι περισσότερο συχνό στα παιδιά, ενώ οι ενήλικες εμφανίζουν κατά μέσο όρο 2-4 κρυολογήματα κάθε χρόνο.
Επιπλέον, στη μελέτη αναφέρεται ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί μέσω αερολύματος ή άμεσης επαφής. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος έχει κρυολόγημα, η μύτη του που 'τρέχει' είναι γεμάτη από ιούς. Το φτέρνισμα, καθώς και το φύσημα της μύτης διαδίδουν τον ιό. Επομένως, το πρωτεύον σημείο εισαγωγής του νοσογόνου παράγοντα είναι ο ρινικός βλεννογόνος υμένας, όπου ο ιός προσκολλάται στο αναπνευστικό επιθήλιο και διαδίδεται τοπικά.

Συμπτώματα
Στις ενδείξεις και τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος μπορεί να περιλαμβάνονται:

Μύτη που τρέχει/ βουλωμένη μύτη: Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν μύτη που τρέχει (ρινόρροια). Πρόκειται αρχικά για καθαρό υδατώδες υγρό, το οποίο στη συνέχεια ακολουθείται από την παραγωγή πιο πηκτής και πιο κολλώδους βλέννας (κίτρινης ή πράσινης). Η ρινική συμφόρηση εμφανίζεται λόγω διαστολής των αιμοφόρων αγγείων, η οποία οδηγεί σε πρήξιμο των εσωτερικών επιφανειών της μύτης. Η διαστολή αυτή στενεύει τις ρινικές διόδους, οι οποίες φράσσονται ακόμα περισσότερο από την αυξημένη παραγωγή βλέννας.

Φτέρνισμα: εμφανίζεται λόγω ερεθισμού και απόφραξης των ρινικών διόδων.

Βήχας: πρόκειται για προστατευτική αντανακλαστική ενέργεια που προκαλείται όταν η αεροφόρος οδός ερεθίζεται ή φράσσεται. Σκοπός του είναι να καθαρίσει την αεροφόρο οδό έτσι ώστε η αναπνοή να μπορεί να συνεχιστεί φυσιολογικά. Υπάρχουν δύο είδη βήχα: ο παραγωγικός όπου παράγονται πτύελα και ο μη παραγωγικός, όπου δεν υπάρχουν πτύελα. Η παραγωγή των πτυέλων είναι, βέβαια, φυσιολογική αλλά όταν υπάρχει υπερβολική έκκριση, τότε εμφανίζεται βήχας. Η υπερβολική έκκριση μπορεί να προκληθεί από ερεθισμό των αεροφόρων οδών λόγω λοίμωξης, αλλεργίας ή όταν τα μαστίγια δεν λειτουργούν σωστά. Επιπλέον, τα άχρωμα πτύελα (δεν είναι μολυσμένα) σημαίνουν ότι δεν υπάρχει κάποια μόλυνση και είναι γνωστά ως βλεννώδη, ενώ τα χρωματιστά πτύελα μπορεί να αποτελούν ένδειξη λοίμωξης του θώρακα όπως βρογχίτιδα ή πνευμονία και απαιτούν παραπομπή στο γιατρό.

Πονόλαιμος: πρόκειται συχνά για το πρώτο σύμπτωμα.

Πόνοι και πονοκέφαλος: πονοκέφαλοι μπορεί να εμφανιστούν λόγω φλεγμονής και συμφόρησης των ρινικών διόδων και ιγμόρειων.

Πυρετός: συνήθως απουσιάζει αλλά χαμηλός πυρετός (κάτω των 38o C) υπάρχει κάποιες φορές. Παρόλα αυτά, αυτό που κάνει το κρυολόγημα να διαφέρει από τις άλλες ιογενείς λοιμώξεις είναι ότι γενικά δεν πρόκειται να εμφανίσει υψηλό πυρετό.

Τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος εκδηλώνονται σταδιακά και εμφανίζονται συνήθως 1-3 ημέρες μετά την έκθεση σε πηγή μόλυνσης. Το πρώτο σημάδι είναι ένα αίσθημα καψίματος στη μύτη ή το λαιμό, το οποίο μέσα σε ώρες ακολουθείται από φτέρνισμα και υδατώδη ρινική εκκένωση. Τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος διαρκούν συνήθως 7-14 ημέρες.

Επιπλοκές κρυολογήματος
Προτού επιλέξετε την κατάλληλη θεραπεία, είναι σημαντικό να εξετάσετε την παρουσία οποιασδήποτε επιπλοκής. Τα κρυολογήματα συχνά καλυτερεύουν μέσα σε λίγες ημέρες έως εβδομάδες, ανεξάρτητα του αν θα πάρετε ή όχι φάρμακο. Παρόλα αυτά, ένας ιός κρυολογήματος μπορεί να προετοιμάσει το δρόμο για την εισβολή άλλων λοιμώξεων στο σώμα. Στους ενήλικες και τα μεγαλύτερα παιδιά, οι λοιμώξεις της κατώτερης αναπνευστικής οδού, καθώς και η ιγμορίτιδα είναι οι συχνότερες επιπλοκές. Σε ότι αφορά στην ιγμορίτιδα, τα χαρακτηριστικά της είναι ρινική συμφόρηση και πόνος στο πρόσωπο. Σε ένα κρυολόγημα, οι εσωτερικές επιφάνειες των ιγμόρειων ερεθίζονται και πρήζονται και προκαλούν καταρροή. Οι απεκκρίσεις διοχετεύονται στη ρινική κοιλότητα. Εάν η δίοδος παροχέτευσης φράξει, τα υγρά συσσωρεύονται στο ιγμόρειο και μπορεί να μολυνθούν δευτεροπαθώς (βακτηριακά), οδηγώντας σε ιγμορίτιδα. Στα νεότερα παιδιά, η οξεία μέση ωτίτιδα αποτελεί τη συχνότερη επιπλοκή. Αυτό εξηγείται από την απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας, η οποία συνδέει το μέσο ους με το πίσω μέρος της ρινικής κοιλότητας. Επομένως, μπορεί να αισθάνεστε το αυτί βουλωμένο. Επιπλέον, τα μωρά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο βρογχιολίτιδας και πνευμονίας.
Είναι, επίσης, σημαντικό να γνωρίζετε ότι το άσθμα μπορεί να επιδεινωθεί και να εμφανιστεί ως οξύς παροξυσμός σε άτομα που είναι επιρρεπή στη νόσο. Για το λόγο αυτό, τα περισσότερα άτομα που πάσχουν από άσθμα μαθαίνουν να ξεκινούν ή να αυξάνουν τη συνήθη φαρμακευτική αγωγή τους προκειμένου να αποτρέψουν μια τέτοια εμφάνιση. Επιπροσθέτως, στα άτομα με ιστορικό χρόνιας βρογχίτιδας μπορεί να συστηθεί να επισκεφθούν το γιατρό τους εάν υποφέρουν από άσχημο κρυολόγημα ή λοίμωξη που μοιάζει με γρίπη, καθώς εμφανίζονται συχνά επιπλοκές από δευτεροπαθείς λοιμώξεις του θώρακα.
Διάκριση μεταξύ κρυολογήματος και γρίπης μπορεί να χρειαστεί προκειμένου να ληφθεί μια απόφαση σχετικά με την παραπομπή των ασθενών για θεραπεία. Η γρίπη θεωρείται, σε γενικές γραμμές, πιθανή εάν: η θερμοκρασία είναι 38o C ή παραπάνω, παρατηρείται τουλάχιστον ένα αναπνευστικό σύμπτωμα (βήχας, πονόλαιμος, ρινική συμφόρηση ή ρινόρροια) και παρατηρείται τουλάχιστον ένα ιδιοσυστατικό σύμπτωμα (πονοκέφαλος, αδιαθεσία, μυαλγία, εφιδρώσεις/ ρίγη, κατάπτωση). Η γρίπη συχνά ξεκινά απότομα με εφιδρώσεις και ρίγη, μυϊκά άλγη και πόνους στα άκρα, ξηρό πονόλαιμο, βήχα και υψηλή θερμοκρασία.

Η φαρμακευτική αντιμετώπιση του κρυολογήματος

Δεν υπάρχει φάρμακο για τη θεραπεία του κοινού κρυολογήματος αλλά οι προσπάθειες αντιμετώπισης εστιάζονται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Επομένως, ο ρόλος του φαρμακοποιού είναι να επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία βάσει των συμπτωμάτων του ασθενή.

Αποσυμφορητικά: Τα φάρμακα, τα οποία μπορούν να είναι αποτελεσματικά στη μείωση της ρινικής συμφόρησης είναι τα συμπαθητικομιμητικά. Λειτουργούν στενεύοντας τα διευρυμένα αιμοφόρα αγγεία του ρινικού βλεννογόνου υμένα. Οι ρινικές μεμβράνες συστέλλονται αποτελεσματικά έτσι ώστε η παροχέτευση βλέννας και η κυκλοφορία του αέρα να βελτιώνονται, επιφέροντας ανακούφιση της ρινικής ακαμψίας.
Τα φάρμακα αυτά μπορούν να χορηγηθούν είτε από του στόματος είτε να εφαρμοστούν τοπικά. Σε περίπτωση που πρόκειται να συστηθούν ρινικά σπρέι/ σταγόνες, ο φαρμακοποιός πρέπει να συμβουλεύσει τον ασθενή να μη χρησιμοποιήσει το προϊόν για περισσότερο από 7 ημέρες, καθώς μπορεί να εμφανιστεί αναδυνάμωση της συμφόρησης.
Τέτοια φάρμακα είναι τα εξής:

- Εφεδρίνη: πρόκειται για το ασφαλέστερο συμπαθητικομιμητικό. Δρα εντός ενός λεπτού και προσφέρει ανακούφιση για αρκετές ώρες. Εφαρμόζεται 2-3 φορές την ημέρα.

- Ψευδοεφεδρίνη : είναι το μόνο συμπαθητικομιμητικό που χορηγείται από το στόμα. Μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικό όσο το τοπικό σκεύασμα αλλά δεν προκαλεί αναδυνάμωση της ρινικής συμφόρησης.

- Φαινυλεφρίνη : η δράση της ξεκινά γρήγορα και διαρκεί από 30 λεπτά έως 4 ώρες.

- Οξυμεταζολίνη

- Ξυλομεταζολίνη

Η ξυλομεταζολίνη, όπως και η οξυμεταζολίνη διαρκούν περισσότερο (έως 6 ώρες) από τα άλλα φάρμακα. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω φάρμακα είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν αναδυνάμωση, καθώς είναι πιο δραστικά συμπαθητικομιμητικά. Η συνιστώμενη δόση για ενήλικες και παιδιά 6 ετών και άνω είναι ένας ψεκασμός ή μια σταγόνα διαλύματος 0.1% σε κάθε ρουθούνι 2 φορές την ημέρα.
Ο φαρμακοποιός πρέπει να γνωρίζει ότι κάποια από τα φάρμακα αυτά (π.χ., εφεδρίνη, ψευδοεφεδρίνη), όταν λαμβάνονται από το στόμα εμφανίζουν το ενδεχόμενο να κρατούν τους ασθενείς ξύπνιους, λόγω των διεγερτικών τους επιδράσεων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Είναι λογικό να συστηθεί στον ασθενή η αποφυγή λήψης δόσης του φαρμάκου κοντά στην ώρα που πέφτει για ύπνο.
Επιπλέον, τα συμπαθητικομιμητικά μπορούν να προκαλέσουν διέγερση της καρδιάς, αύξηση της πίεσης αίματος, ενώ μπορεί να επηρεάσουν τον έλεγχο του διαβήτη λόγω αύξησης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες συνήθως εμφανίζονται όταν τα φάρμακα λαμβάνονται από το στόμα, ενώ είναι απίθανο να εμφανιστούν όταν η χρήση τους είναι τοπική. Ρινικές σταγόνες και ρινικά σπρέι που περιέχουν συμπαθητικομιμητικά μπορούν να συστηθούν σε εκείνους τους ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη, καρδιοπάθεια, υπέρταση και υπερθυρεοειδισμό.
Τα συμπαθητικομιμητικά πρέπει να αποφεύγονται από όσους χρησιμοποιούν αναστολείς μονοαμινοξειδάσης (αναστολείς ΜΑΟ), β-αναστολείς και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.

Αντιϊσταμινικά: Η ισταμίνη είναι ένα χημικό που προκαλεί πολλές από τις ενδείξεις που αποτελούν μέρος των αλλεργικών αντιδράσεων και του κοινού κρυολογήματος, όπως οίδημα των ιστών. Τα αντιϊσταμινικά είναι αποτελεσματικά στη μείωση του φτερνίσματος και της ρινόρροιας αλλά είναι συνήθως λιγότερο αποτελεσματικά για τη ρινική συμφόρηση. Οι επιδράσεις αυτές οφείλονται στην αντιχολινεργική δράση των αντισταμινικών. Παρόλα αυτά, κάποια (π.χ., διφαινυδραμίνη) μπορούν, επίσης, να συμπεριληφθούν σε θεραπείες για το κρυολόγημα λόγω της υποτιθέμενης αντιβηχικής τους δράσης.
Τα αντιϊσταμινικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά ή από το στόμα και διαφέρουν ως προς τη διάρκεια της δράσης τους, καθώς και ως προς τη συχνότητα εμφάνισης παρενεργειών.
Πολλά παλαιότερα αντιϊσταμινικά έχουν σχετικά μικρή διάρκεια δράσης (4-6 ώρες), η οποία εκδηλώνεται 20-30 λεπτά μετά τη λήψη τους. Παρόλα αυτά, κάποια (π.χ., προμεθαζίνη) δρουν για έως 12 ώρες. Όλα τα παλαιότερα φάρμακα προκαλούν καταστολή αλλά η προμεθαζίνη μπορεί να είναι περισσότερο κατασταλτική, ενώ η χλωροφαιναμίνη λιγότερο. Υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι κάποιο από τα παλαιότερα κατασταλτικά αντιϊσταμινικά είναι ανώτερο από κάποιο άλλο, ενώ οι ασθενείς εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στην ανταπόκρισή τους. Τα παλαιότερα αντιϊσταμινικά είναι:

- Προμεθαζίνη

- Χλωροφαιναμίνη/ Χλωροφαινυραμίνη

Τα νεότερα αντιϊσταμινικά δεν προκαλούν καταστολή καθώς διαπερνούν τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό σε ελάχιστο μόνο βαθμό. Έχουν, επίσης, μεγάλη διάρκεια δράσης.
Τα μη κατασταλτικά αντιϊσταμινικά είναι:

- Κετιριζίνη

- Λοραταδίνη με ψευδοεφεδρίνη

- Λεβοκετιριζίνη

- Δεσλοραταδίνη

- Μιζολαστίνη

- Ρουπαταδίνη

- Διμεθινδένη – Διμεθινδένη + Φαινυλεφεδρίνη

Τα φάρμακα αυτά πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς με προστατική υπερτροφία και γλαύκωμα κλειστής γωνίας λόγω πιθανών αντιχολινεργικών παρενεργειών. Οι ασθενείς με γλαύκωμα κλειστής γωνίας πρέπει να αποφεύγουν τα αντιϊσταμινικά καθώς μπορεί να προκαλέσουν αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Τα αντιχολινεργικά αυτά φάρμακα μπορούν ενίοτε να επισπεύσουν οξύτερη κατακράτηση ούρων σε ασθενείς με προδιάθεση, όπως άνδρες με προστατική υπερτροφία. Η υπνηλία είναι μια σημαντική παρενέργεια των περισσοτέρων από τα παλαιότερα αντιϊσταμινικά, παρόλο που παράδοξη διέγερση μπορεί να εμφανιστεί σπάνια, ειδικά με δόσεις ή σε παιδιά και ηλικιωμένους. Η υπνηλία μπορεί να ελαττωθεί μετά από μερικές μέρες θεραπείας και αποτελεί σημαντικά μικρότερο πρόβλημα με τα νεότερα αντιϊσταμινικά. Παρόλο που η υπνηλία είναι σπάνια, οι ασθενείς πρέπει εντούτοις να προειδοποιούνται ότι μπορεί να εμφανιστεί και να επηρεάσει την εκτέλεση εργασιών που απαιτούν επιδεξιότητα. Το υπερβολικό αλκοόλ πρέπει να αποφεύγεται, καθώς μπορεί να αυξήσει την καταστολή.

Σκευάσματα για το βήχα: Πριν την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, είναι σημαντικό να καθοριστεί ποιόν τύπο βήχα εμφανίζει ο ασθενής. Κατασταλτικά χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του μη παραγωγικού βήχα, ενώ αποχρεμπτικά χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του παραγωγικού βήχα. Τα κατασταλτικά βήχα δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα αλλά το όφελός τους στη μείωση του βήχα είναι μικρό. Τέτοιο φάρμακο είναι η κωδεΐνη . Είναι ένα ναρκωτικό και έχει πολλές παρενέργειες, για παράδειγμα, δυσκοιλιότητα, αναπνευστική καταστολή. Η κωδεΐνη είναι πολύ γνωστή ως φάρμακο κατάχρησης και πολλοί φαρμακοποιοί επιλέγουν να μην τη συνιστούν. Ως αποτέλεσμα, προσφέρουν άλλα σκευάσματα για το βήχα, τα οποία δεν είναι ναρκωτικά. Αυτά είναι:
Βουταμιράτη , Κλοβουτινόλη, Διφαινυδραμίνη , Πεντοξυβερίβη και Λεβοδροπροπιζίνη.
Τα αποχρεμπτικά ισχυρίζονται ότι προωθούν την αποβολή βρογχικών εκκρίσεων αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το φάρμακο μπορεί να διευκολύνει συγκεκριμένα την απόχρεμψη. Τα αποχρεμπτικά επέδειξαν πιθανό όφελος στους ενήλικες, παρόλο που η κλινική συνάφεια αυτού δεν είναι γνωστή. Τέτοια φάρμακα είναι τα ιπεκακουάνα, γουαϊφενεσίνη και άλατα αμμώνιου.
Τα βλεννολυτικά επέδειξαν πιθανό όφελος τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Διευκολύνουν την απόχρεμψη μειώνοντας την γλοιότητα της βλέννας και είναι τα εξής: Ακετυλοκυστεΐνη , Αμπροξόλη , Καρβοκυστεΐνη και Βρωμχεξίνη .

Φάρμακα ανακούφισης από τον πόνο: Η παρακεταμόλη αποτελεί τη θεραπεία πρώτης γραμμής για αναλγησία και αντιπυρετική δράση, καθώς είναι λιγότερο πιθανό να ενοχλήσει το στομάχι από κάθε άλλο μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ), όπως η ιβουπροφένη. Σημειώνεται ότι η ιβουπροφένη εμφανίζει ελαφρώς μεγαλύτερη διάρκεια δράσης (6 ώρες σε σύγκριση με 4). Και τα δύο φάρμακα είναι σχετικά ασφαλή όταν χορηγούνται στη σωστή δόση, ενώ ελάχιστες παρενέργειες σχετίζονται με αυτά. Είναι, επίσης, σημαντικό να θυμάστε ότι η ασπιρίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών καθώς μπορεί να παίξει ρόλο στην εμφάνιση συνδρόμου Reye, μιας σπάνιας αλλά σοβαρής κατάστασης του ήπατος και του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Τέλος, είναι σημαντικό να θυμάστε ότι τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία δράση έναντι του κρυολογήματος, καθώς δεν σκοτώνουν ιούς. Παρόλα αυτά, πρέπει να λαμβάνονται για την αντιμετώπιση βακτηριακών επιπλοκών, όπως είναι οι ιγμορίτιδες που προκύπτουν από το κρυολόγημα. Επιπλέον, σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών δεν πρέπει να δίνονται καθόλου φάρμακα για το βήχα, αποχρεμπτικά και αντιϊσταμινικά.

Συμπληρωματικές και εναλλακτικές θεραπείες
Στις μη παραδοσιακές συμπληρωματικές και εναλλακτικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται για το κοινό κρυολόγημα περιλαμβάνονται η Echinacea, η βιταμίνη C, ο ψευδάργυρος και ο υγρός αέρας, καθώς και η πρόσληψη υγρών.

Echinacea: η Echinacea είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φυτικά προϊόντα αλλά αμφισβητείται πολύ σχετικά με το όφελός της ως προς την πρόληψη και θεραπεία του κοινού κρυολογήματος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης (Shah SA et.al. 2007), η οποία σχεδιάστηκε προκειμένου να αξιολογήσει την επίδραση της Echinacea στη συχνότητα εμφάνισης και τη διάρκεια του κοινού κρυολογήματος, επιδείχθηκε ότι είναι αποτελεσματική στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης και της διάρκειας του κοινού κρυολογήματος.

Βιταμίνη C: ο ρόλος της βιταμίνης C (ασκορβικό οξύ) στην πρόληψη και θεραπεία του κοινού κρυολογήματος αποτελεί θέμα αμφισβήτησης εδώ και 60 χρόνια αλλά πωλείται και χρησιμοποιείται ευρέως τόσο ως προληπτικός όσο και ως θεραπευτικός παράγοντας. Για το λόγο αυτό, σχεδιάστηκε μια μελέτη ανασκόπησης [Douglas RM – Ανασκόπηση Συστήματος Βάσης Δεδομένων Cochrane – Ιούλιος 2007, 18(3)] προκειμένου να ανακαλυφθεί αν οι καθημερινές από του στόματος χορηγούμενες δόσεις των 0.2 g βιταμίνης C μειώνουν τη συχνότητα εμφάνισης, τη διάρκεια ή τη σοβαρότητα του κοινού κρυολογήματος όταν χρησιμοποιούνται είτε ως συνεχής προφύλαξη είτε μετά την αρχική εκδήλωση των συμπτωμάτων. Τα αποτελέσματα επέδειξαν ότι η αποτυχία της συμπληρωματικής βιταμίνης C στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης των κοινών κρυολογημάτων υποδεικνύει ότι η προφύλαξη ρουτίνας σε πολύ μεγάλες δόσεις δεν δικαιολογείται για χρήση από την κοινότητα. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε άτομα που εκτίθενται σε σύντομες περιόδους σκληρής σωματικής άσκησης ή κρύα περιβάλλοντα.

Ψευδάργυρος: η χρήση ψευδάργυρου έχει επιδειχθεί ότι αναστέλλει την ανάπτυξη των ιών και η δημοτικότητά του ως εναλλακτικής θεραπείας έχει αυξηθεί πάρα πολύ. Πραγματοποιήθηκε μια δομημένη μελέτη ανασκόπησης και τα αποτελέσματα επέδειξαν ότι η θεραπευτική αποτελεσματικότητα του ψευδαργύρου σε παστίλιες παραμένει να αποδειχθεί αλλά μόνο μια καλά σχεδιασμένη μελέτη ανέφερε θετικά αποτελέσματα για τη ρινική γέλη ψευδαργύρου.

Πώς να αντιμετωπίσετε το κρυολόγημα

Εξασφαλίστε επαρκή πρόσληψη υγρών (6-8 ποτήρια νερό ή χυμό ημερησίως, σύμφωνα με την Αμερικανική Πνευμονολογική Εταιρεία) για λίπανση του βλεννογόνου υμένα προκειμένου να παραμείνει υγρός και να διευκολύνεται ο καθαρισμός του από τη μύτη. Υγρά απαιτούνται προκειμένου να αντισταθμιστεί η υπερβολική απώλεια νερού μέσω του πυρετού (εφίδρωση) και των εκκρίσεων βλέννας.

Προτού εφαρμόσετε οποιοδήποτε φάρμακο στη μύτη, φυσήξτε τη. Σε ότι αφορά στη μύτη του μωρού σας, κρατήστε τις ρινικές διόδους καθαρές με ειδική σύριγγα πλαστικής αμπούλας. Πιέστε τη σύριγγα αμπούλας για να βγάλετε τον αέρα. Έπειτα, εισάγετε το άκρο της αμπούλας (περίπου 5 έως 15 χιλιοστά) στο ρουθούνι του μωρού με κατεύθυνση προς το πίσω μέρος της μύτης. Απελευθερώστε την αμπούλα κρατώντας τη σταθερή στη θέση της, ενώ αναρροφά τη βλέννα από τη μύτη του μωρού. Αφαιρέστε τη σύριγγα από το ρουθούνι του μωρού και αδειάστε το περιεχόμενο σε χαρτομάντιλο πιέζοντας γρήγορα την αμπούλα ενώ κρατάτε το άκρο προς τα κάτω. Επαναλάβατε όσο συχνά χρειάζεται για κάθε ρουθούνι. Καθαρίστε τη σύριγγα αμπούλας με σαπούνι και νερό.

Τα ρινικά σπρέι προτιμώνται στους ενήλικες και τα παιδιά ηλικίας άνω των 6 ετών καθώς οι μικρές σταγονίτσες της αχλύος του ψεκασμού φθάνουν σε μεγάλες επιφάνειες. Οι σταγόνες καταπίνονται πιο εύκολα, γεγονός το οποίο αυξάνει το ενδεχόμενο παρενεργειών.

Χρησιμοποιώντας συσκευή ψεκασμού, ψεκάστε κάθε ρουθούνι μια φορά. Περιμένετε ένα λεπτό μετά την απορρόφηση από το βλεννώδη ιστό και έπειτα, ψεκάστε και πάλι. Προκειμένου να εφαρμόσετε το ρινικό σπρέι σωστά, φυσήξτε πρώτα τη μύτη σας για να βοηθήσετε στη βελτίωση της διείσδυσης του φαρμάκου. Κρατώντας το κεφάλι σας σε όρθια θέση, τοποθετήστε το ρινικό σπρέι μέσα στο ρουθούνι προσέχοντας να μην ακουμπήσετε τον περιέκτη στο εσωτερικό της μύτης. Πιέστε τον περιέκτη ενώ εισπνέετε βαθιά από τη μύτη. Ρουφήξτε δυνατά μερικές φορές για να βεβαιωθείτε ότι το φάρμακο έχει φθάσει βαθιά μέσα στη μύτη.

Για να εφαρμόσετε ρινικές σταγόνες, φυσήξτε πρώτα τη μύτη σας για να βοηθήσετε στη βελτίωση της διείσδυσης του φαρμάκου. Ξαπλώστε ανάσκελα σε κρεβάτι ή καναπέ με το κεφάλι να κρέμεται από την άκρη. Εφαρμόστε το σωστό αριθμό σταγόνων σε κάθε 'άρρωστο' ρουθούνι και προσέξτε να μην ακουμπήσετε τον περιέκτη στο εσωτερικό του ρουθουνιού. Μετακινήστε το κεφάλι σας από τη μια πλευρά στην άλλη για ένα με δύο λεπτά.

Αποφεύγετε καφέ, τσάι ή αναψυκτικά που περιέχουν καφεΐνη, καθώς και ποτά που περιέχουν αλκοόλ. Ο λόγος είναι ότι η καφεΐνη και το αλκοόλ μπορεί να οδηγήσουν σε αφυδάτωση.

Συμβουλέψτε τον ασθενή να σταματήσει να καπνίζει, καθώς ο καπνός ερεθίζει περισσότερο το λαιμό και κάνει τον ασθενή να βήχει ακόμα πιο πολύ. Είναι, επίσης, γνωστό ότι οι καπνιστές έχουν συνήθως πιο σοβαρά συμπτώματα από τους μη καπνιστές.

Εισπνοές ατμού: μπορεί να ωφελήσουν στη μείωση της ρινικής συμφόρησης και στην ανακούφιση των αεροφόρων οδών, ιδιαιτέρως εάν υπάρχει παραγωγικός βήχας. Ο ατμός βοηθά στην υγροποίηση των απεκκρίσεων των πνευμόνων και οι ασθενείς βρίσκουν το ζεστό υγρό αέρα ανακουφιστικό.

Χρησιμοποιήστε αλατούχο διάλυμα (αλατόνερο) σε μορφή ρινικών σταγόνων προκειμένου να βοηθήσετε στη χαλάρωση της βλέννας και στην ύγρανση του τρυφερού δέρματος της μύτης σας. Βοηθά στην ανακούφιση της ρινικής συμφόρησης. Η εφαρμογή μιας ή δύο σταγόνων στα ρουθούνια βρεφών έχει αναφερθεί ότι βοηθά.