ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ (8,41-56)
Σε δυο θαύματα του Χριστού αναφέρθηκε η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί αδελφοί: στο θαύμα της θεραπείας της γυναίκας με την αιμορραγία και στο θαύμα της ανάστασης της θυγατέρας του αρχισυναγώγου Ιαείρου. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Ο Χριστός επέστρεφε από τη χώρα των Γαδαρηνών, όπου είχε θεραπεύσει τον δαιμονιζόμενο. Τον περίμενε λαός πολύς. Εκεί, κατά την ώρα της υποδοχής, ήλθε κάποιος άνθρωπος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν αρχισυνάγωγος, δηλαδή επικεφαλής της λατρευτικής σύναξης των Εβραίων, και Τον παρακαλούσε να μεταβεί στο σπίτι του, γιατί η μονάκριβη κόρη του ήταν ετοιμοθάνατη. Καθώς ο Χριστός βάδιζε προς το σπίτι του Ιάειρου και το πλήθος τον περικύκλωνε ασφυκτικά, μια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγίες για δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει μάταια όλη την περιουσία της για να θεραπευθεί, πήγε πίσω απόν Χριστό, ακούμπησε την άκρη του ρούχου Του κι αμέσως έγινε καλά. Τότε ο Χριστός ρώτησε: «Ποιος με άγγιξε;». Όλοι αρνήθηκαν και ο Πέτρος είπε: «Δάσκαλε, ο λαός έχει στριμωχτεί γύρω Σου κι Εσύ ρωτάς ποιος σε άγγιξε;». Αλλά ο Χριστός επέμεινε, λέγοντας ότι «κάποιος Με άγγιξε, γιατί ένιωσα να βγαίνει από μένα μια δύναμη». Παρουσιάστηκε τότε η γυναίκα τρέμοντας, έπεσε στα πόδια Του και είπε μπροστά σε όλο τον κόσμο ότι αυτή Του άγγιξε και ότι είχε θεραπευτεί. Κι ο Χριστός της είπε: «Έχε θάρρος, κόρη μου. Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό». Στο μεταξύ ήλθαν άνθρωποι από το σπίτι του Ιάειρου και του είπαν να μην ενοχλεί πλέον τον Ιησού, γιατί η κόρη του πέθανε. Όταν άκουσε την είδηση ο Χριστός, είπε στον δυστυχισμένο πατέρα: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε και θα σωθεί». Πράγματι, ύστερα από λίγο έφτασαν στο σπίτι του αρχισυνάγωγου και ο Χριστός ανάστησε την θυγατέρα του και την παρέδωσε στους κατάπληκτους γονείς της.
Αν προσέξουμε την αφήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά, θα διαπιστώσουμε πως τα δυο αυτά θαύματα του Χριστού έχουν κάτι κοινό, κάτι που τα συνδέει και τα εντάσσει στην ίδια προοπτική. Και στην περίπτωση της γυναίκας και στην περίπτωση του αρχισυνάγωγου ο Χριστός συνδέει την πραγματοποίηση του θαύματος με την πίστη. Στη γυναίκα λέει ότι την έσωσε η πίστη της, στον Ιάειρο λέει ότι, για να σωθεί η κόρη του, πρέπει να πιστεύει. Και στις δύο περιπτώσεις προϋπόθεση για να γίνει το θαύμα είναι η πίστη του ανθρώπου. Θα λέγαμε πως το θαύμα γίνεται από το Θεό, αρκεί να διαθέτει ο άνθρωπος πίστη. Η πίστη είναι η συμβολή του ανθρώπου στο θαύμα, τελικά η ίδια η πίστη είναι το θαύμα. Ο Χριστός σε άλλη περίπτωση είπε στους μαθητές Του: « Αν έχετε πίστη, έστω σαν κόκκο σιναπιού, θα πείτε στο βουνό «πήγαινε από δω εκεί» και θα πηγαίνει και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο για σας» (Ματθ. 1720). Τι είναι, όμως, η πίστη και πού βρίσκεται η δύναμή της; Γιατί όλοι μας λέμε πως πιστεύουμε, κι όμως δεν βλέπουμε να γίνεται κάποιο θαύμα σε μας, όταν το ζητούμε. Και τότε εύλογα διερωτόμαστε: «Μα εγώ πιστεύω βαθιά, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, κι όμως το θαύμα που ζητώ από το Θεό δεν γίνεται». Ας δούμε, λοιπόν, τι είναι η πίστη.
Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δίνουν στη λ. «πίστη» ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, ταυτίζοντάς την με την «ανεξέταστη αποδοχή αρχών και αξιωμάτων, με τη συγκατάθεσή τους σε μια θεωρία ή διδαχή που παραμένει αναπόδεικτη. Πιστεύω σε κάτι , πάει να πει ότι το αποδέχομαι, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνω. Σκύβω το κεφάλι και υποτάσσομαι σε μιαν αυθεντία, που δεν είναι πάντοτε θρησκευτική, αλλά μπορεί να είναι ιδεολογική ή πολιτική»1. Μια τέτοια εκδοχή και αντίληψη για την πίστη δεν έχει καμία σχέση με το νόημα που έχει η λέξη στη χριστιανική παράδοση. Στην ορθόδοξη παράδοση αντικείμενο της πίστης δεν είναι αφηρημένες ιδέες αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα. Αν πιστεύουμε στο Θεό, δεν είναι επειδή μας το υπαγορεύει κάποια ιδεολογία, αλλά γιατί το Πρόσωπό Του μας εμπνέει εμπιστοσύνη. Κι αυτή η εμπιστοσύνη μας κάνει να θέλουμε μια σχέση μαζί Του2. Εξάλλου, το ρ. «πιστεύω» σημαίνει «έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον» και άρα πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη. Λέμε: «πιστεύω στο φίλο μου» και εννοούμε «έχω εμπιστοσύνη στο φίλο μου» τον εμπιστεύομαι. Βέβαια, εμπιστεύομαι κάποιον σημαίνει ότι τον γνωρίζω είτε άμεσα είτε έμμεσα, από μαρτυρίες έμπιστων ανθρώπων, οι οποίοι εγγυώνται την αξιοπιστία του. Κι εμείς πιστεύουμε στο Χριστό, που δεν Τον έχουμε συναντήσει, γιατί μας έχουν μιλήσει γι’ Αυτόν οι Απόστολοι, άνθρωποι φερέγγυοι, που έζησαν κοντά Του, που Τον είδαν, Τον άκουσαν και Τον άγγιξαν με τα χέρια τους. Αυτοί παρέδωσαν τη μαρτυρία τους στην Εκκλησία, η οποία τη μεταφέρει γραπτώς και προφορικώς και την παραδίδει στις γενιές των πιστών.
Η πίστη στο Θεό δεν είναι κάτι που ολοκληρώνεται μεμιάς. Η πίστη έχει διαβαθμίσεις, είναι κάτι που μοιάζει με μια πορεία, πορεία αύξησης και ωριμότητας, μια πορεία εσωτερικής μεταμόρφωσης. Είναι, όπως λένε οι Πατέρες, μια «ατέλεστη τελειότητα». Στην πορεία αυτή ο άνθρωπος αυξάνει διαρκώς την εμπιστοσύνη του στο Θεό, ώσπου παραδίδει απόλυτα τον εαυτό του σ’ Εκείνον. Κι αυτό γίνεται, όταν ο άνθρωπος αγαπήσει το Θεό «εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» του (Ματθ. 12,30). Αυτό σημαίνει πως παραδίδεται στην αγάπη του Θεού με απόλυτη αφοσίωση και τότε η έμμεση γνώση του Θεού γίνεται γνώση άμεση, προσωπική, η οποία μεταμορφώνει τη ζωή του.
Όταν, λοιπόν, η Εκκλησία μάς καλεί να πιστεύουμε στο Θεό, δεν μας προτείνει κάποια ιδεολογία ή κάποια θεωρία και μας επιβάλει να την αποδεχτούμε. Μας καλεί σε μια προσωπική σχέση με το Θεό, σε ένα τρόπο ζωής που οδηγεί σταδιακά και βιωματικά σε σχέση μαζί Του3. Από αυτή την αφοσίωση και τη βιωματική σχέση γεννιέται το θαύμα. Έτσι, όταν ο Χριστός βάζει ως προϋπόθεση του θαύματος την πίστη, εννοεί αυτή την απόλυτη αφοσίωση και εμπιστοσύνη στο Θεό, την απόλυτη απογύμνωσή μας από κάθε βεβαιότητα σε δικές μας δυνάμεις ή στη δική μας ευσέβεια ή στις δικές μας καλές πράξεις. Ο Θεός είναι αγάπη, όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, και ζητά από εμάς, τα κατ΄ εικόνα δική Του πλάσματά Του, τη δική μας αγάπη και τίποτε άλλο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει πως ο άνθρωπος σώζεται όχι με τα έργα αλλά με την πίστη του στο Θεό (Ρωμ. 3, 28). Αυτό δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να κάνει καλά έργα, αλλ’ ότι τα καλά έργα δεν είναι αρκετά για τη σωτηρία του, επειδή ποτέ δεν είναι απαλλαγμένα από την ιδιοτέλεια. Αντίθετα, η πίστη ως απόλυτη εμπιστοσύνη και αφοσίωση στο Θεό, μοιάζει με την αφοσίωση που δείχνει το μικρό παιδί στους γονείς του, το οποίο αφήνεται στα χέρια τους χωρίς να περιμένει τίποτε, χωρίς να ζητά τίποτε. Κι όταν εμπιστευόμαστε το Θεό, όταν Τον αγαπάμε και Του δίνουμε χώρο για να ζήσει μέσα μας, όταν γινόμαστε ο ζωντανός ναός Του, τότε όλα θα μας δοθούν, τότε και το θαύμα μπορεί να γίνει, τότε και τα έργα λαμβάνουν περιεχόμενο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης γράφει ότι «ούτε η πίστη χωρίς τα δίκαια έργα είναι αρκετή για να σωθούμε ούτε πάλι η ευσεβής ζωή εξασφαλίζει τη σωτηρία όταν χωριστεί από την πίστη» (Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, 5,434,3). Η πίστη είναι αυτή που νοηματοδοτεί τα έργα, γιατί τότε τα έργα είναι απόρροια μιας καρδιάς που αγαπά απόλυτα το Θεό και άρα απόλυτα τον άνθρωπο, τον πλησίον. Μόνο η πίστη στο Θεό καταξιώνει απόλυτα τα καλά έργα, επειδή τότε προέρχονται από μια καρδιά που δεν ζητά τα εαυτής, όπως γράφει ο Παύλος στον περίφημο ύμνο της αγάπης (Α΄Κορ. 13).
Εδώ, όμως, πρέπει να γίνει ακόμη μια διασάφηση της σχέσης μεταξύ πίστης και θαύματος. Πολλοί άνθρωποι, για να πιστέψουν, θέλουν να γίνει ένα θαύμα. «Ας κάμει ο Θεός ένα θαύμα», λένε, «και τότε θα πιστέψω». Η λογική αυτή είναι η λογική των Εβραίων, οι οποίοι, όπως γράφει ο Παύλος, «σημείον ζητούσι» (Α΄Κορ. 1,22), ψάχνουν δηλαδή ένα θαύμα για να πιστέψουν. Στην ουσία οι άνθρωποι που βλέπουν έτσι το ζήτημα της πίστεως αντιστρέφουν τα πράγματα: αντί να θεωρήσουν την πίστη ως προϋπόθεση του θαύματος, θεωρούν το θαύμα ως προϋπόθεση της πίστης. Με άλλα λόγια, μια τέτοια αντίληψη για την πίστη σημαίνει ένα είδος εκβιασμού του Θεού: «κάμε Εσύ, Θεέ, το θαύμα κι εγώ θα σου το ανταποδώσω με την πίστη μου». Και πού είναι τότε η απροϋπόθετη αφοσίωση και η εμπιστοσύνη στο Θεό; Πού πηγαίνει το αληθινό νόημα της πίστης; Και πάλι ο Παύλος γράφει στην επιστολή του προς Γαλάτας: «Μη πλανάσθε, Θεός ου μυκτηρίζεται» (6,7). Μην έχετε ψευδαισθήσεις, ο Θεός δεν εμπαίζεται. Όποιος ζητά θαύμα για να πιστέψει, προσπαθεί να παίξει με το Θεό, βλέπει τη σχέση του με το Θεό σαν ένα δούναι και λαβείν, σαν μια δοσοληψία. Δώσε μου, για να σου δώσω. Μα αυτή δεν είναι σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης. Είναι μια μορφή αγοραπωλησίας, μια επιφανειακή σχέση: πιστεύουμε στο Θεό, μόνο όσο μας κάνει τα χατίρια, όσο ανταποκρίνεται στα θελήματά μας, όποια κι αν είναι αυτά. Αντί δηλαδή εμείς να πράττουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ζητούμε από το Θεό να πράττει κατά το θέλημά μας. Αυτό, όμως, καταντά βλασφημία κατά του Θεού.
Αγαπητοί αδελφοί,
Η πίστη είναι η εκούσια αυτοπαράδοσή μας στο Θεό, η χωρίς προϋποθέσεις σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης προς Αυτόν. Πιστεύω στο Θεό σημαίνει, τελικά, ότι αγαπώ το Θεό με όλο το είναι μου, πως σχετίζομαι μαζί Του προσωπικά, πως παραδίδω με εμπιστοσύνη τον εαυτό μου σε Εκείνον, πως «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», όπως λέει ο απόστολος Παύλος (Γαλ. 2,20). Ο Θεός μας, όπως τον αποκάλυψε ο Χριστός και μας μίλησαν γι’ Αυτόν οι Απόστολοι και οι άγιοι, είναι Θεός προσωπικός, δεν είναι το υπέρτατο ον ούτε κάποια ανώτερη δύναμη ή η ανώτατη Ιδέα. Ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε είναι ο Τριαδικός Θεός, τα Τρία ομοούσια Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Σ’ αυτόν πιστεύουμε, σ’ Αυτόν προσευχόμαστε, Αυτός εισακούει τις προσευχές μας. Χωρίς αυτή την πίστη στον προσωπικό Τριαδικό Θεό, χριστιανική ζωή δεν υπάρχει. Ας μείνουμε, λοιπόν, σταθεροί και εδραίοι στην πίστη μας, για να ακούσομε το «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. 2,10) και για να μπορούμε να πούμε μαζί με τον Απόστολο Παύλο: «Τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα, λοπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής» (Β΄Τιμ. 4,7). Αμήν
1 Χρ. Γιανναρά, Το αλφαβητάρι της πίστης, σ. 25.
2 Χρ. Γιανναρά, ό.π. σ. 26
3 Χρ. Γιανναράς, ό.π. σ. 28.
Γιάννης Τσερεβελάκης
Ηράκλειο, 25 Οκτωβρίου 2019
Αναζήτηση
Παλαιότερες ανακοινώσεις