ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016
Πρώτη Κυριακή των Νηστειών σήμερα, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί, και η Εκκλησία μας εορτάζει την αναστήλωση των ιερών εικόνων από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 787 μ.Χ. και την οριστική νίκη της Ορθοδοξίας κατά των εικονομάχων το 843 μ.Χ.. Πρόκειται για ένα τεραστίας σημασίας για τη ζωή και την πίστη ημών των ορθοδόξων γεγονός, από το οποίο και η σημερινή ημέρα έλαβε το όνομά της ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Σίγουρα, όμως, προξενεί εντύπωση και απορία, σε κάθε άνθρωπο που αγνοεί τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το ότι οι Πατέρες ταύτισαν την επέτειο της αναστήλωσης των εικόνων με την ίδια την Ορθοδοξία και ότι η Εκκλησία μας πανηγυρίζει αυτό το γεγονός και θεωρεί ότι η ίδια η ουσία της Ορθοδοξίας ταυτίζεται με το βαθύτερο νόημα της εικόνας. Αξίζει, λοιπόν, να σταθούμε σ’ αυτό το σημείο και να δούμε συνοπτικά γιατί η Εκκλησία μας θεώρησε τόσο σπουδαίο γεγονός την αναστήλωση των εικόνων, πράγμα που θα μας οδηγήσει στην απάντηση στο καίριο ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί ως ορθοδόξους χριστιανούς: Τι είναι, τέλος πάντων, η Ορθοδοξία;
Από την ιστορία γνωρίζουμε όλοι, άλλος λίγο κι άλλος πολύ, την εικονομαχική έριδα, που συντάραξε τη ζωή της Εκκλησίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας γενικότερα για πάνω από έναν αιώνα. Αφορμή της εικονομαχίας υπήρξε το γεγονός ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες θέλησαν να θέσουν τέρμα στην κατάχρηση των ιερών εικόνων, επειδή δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των υπερβολών από την πλευρά των εικονολατρών, οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να προσκυνούν τα υλικά από τα οποία ήταν κατασκευασμένα οι εικόνες, το ξύλο δηλαδή και χρώμα. Στις ακραίες αυτές περιπτώσεις, οι εικονολάτρες έφταναν σε φαινόμενα ειδωλολατρίας, αφού απένειμαν τιμή και λατρεία όχι στο Δημιουργό της ύλης και στα εικονιζόμενα πρόσωπα του Χριστού και των αγίων, αλλά στην ίδια την ύλη, συγχέοντας τον Κτίστη με τα κτίσματα, καθώς πίστευαν ότι το θαύμα το κάνει η ύλη της εικόνας και όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο.
Όμως αυτή ήταν μόνο η αφορμή, διότι η αληθινή αιτία ήταν βαθύτερη και αφορούσε τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, από τις οποίες έβλεπαν τα πράγματα οι εικονομάχοι και οι εικονόφιλοι, τα διαφορετικά δογματικά θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζονταν οι αντιλήψεις τους. Οι εικονομάχοι τόνιζαν τις δυο φύσεις του Χριστού, τις οποίες όμως διαχώριζαν, μη δεχόμενοι το δόγμα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας, ενώ οι ορθόδοξοι εικονόφιλοι, ακολουθώντας τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, ερείδονται πάνω στο δόγμα περί της αχώριστης και ασύγχυτης ενώσεως στο Πρόσωπο του Χριστού των δύο φύσεων, θείας και ανθρώπινης. Η εικονομαχία, επομένως, ήταν στο βάθος μια σύγκρουση που είχε δογματική βάση: οι εικονομάχοι πίστευαν διαφορετικά από την ορθή πίστη, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τη συνείδηση της Εκκλησίας, εκφρασμένη δια των Οικουμενικών της Συνόδων, καθώς θεωρούσαν ότι ο Χριστός δεν είναι δυνατόν να εικονιστεί, ακυρώνοντας έτσι το γεγονός της Ενανθρωπήσεώς Του
Απέναντι σ’ αυτή την αιρετική διδασκαλία των εικονομάχων, η Ορθοδοξία αντέταξε τη δική της διδασκαλία, την ορθόδοξη εικονολογία, κυρίως με τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη. Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία του αγίου Θεοδώρου, στο Πρόσωπο του Χριστού έχει ενωθεί η θεία με την ανθρώπινη φύση «ασυγχύτως, ατρέπτως και αδιαιρέτως». Για το λόγο αυτό η υπόστασή Του είναι περιγραπτή και ταυτόχρονα απερίγραπτη. Ως ορατή είναι περιγραπτή, μπορεί δηλαδή να εικονιστεί με τη μορφή που έλαβε ο Χριστός ως συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, χωρίς όμως να εξεικονίζεται και η θεότητά του, που παραμένει απερίγραπτη. Γράφει ο άγιος Θεόδωρος: «Επειδή ο Χριστός είχε πρόσωπο που περιγράφεται με κάποια δικά του χαρακτηριστικά, γι’ αυτό μπορεί να εξεικονιστεί σύμφωνα με τη σωματική Του εικόνα, όπως ακριβώς είναι και απερίγραπτος όσον αφορά την αθέατη ουσία Του» . Όλη η διδασκαλία του αγίου Θεοδώρου βασίζεται στο ιστορικό γεγονός της Σαρκώσεως και Ενανθρωπήσεως του Λόγου στο θεανθρώπινο Πρόσωπο του Χριστού. Στο γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο Χριστός έγινε άνθρωπος «κατ’ αλήθειαν», στηρίζεται όλη η ορθόδοξη εικονολογία. Η εξεικόνιση, δηλαδή, δεν αφορά τις δύο φύσεις του Χριστού, αλλά το ένα Πρόσωπο, τη μία υπόστασή Του. Σε ένα από τα τροπάρια του εσπερινού αποτυπώνεται με εξαιρετική ακρίβεια αυτή δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας ως εξής: «Φύσει ἀπερίγραπτος τῇ θεϊκῇ σου ὑπάρχων, ἐπ’ ἐσχάτων, Δέσποτα, σαρκωθεὶς ἠξίωσας περιγράφεσθαι· τῆς σαρκὸς προσλήψει γὰρ καὶ τὰ ἰδιώματα ἀνελάβου ταύτης ἅπαντα· διὸ τὸ εἶδός σου τὸ τῆς ἐμφερείας ἐγγράφοντες, σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, πρὸς τὴν σὴν ἀγάπην ὑψούμενοι, καὶ τῶν ἰαμάτων τὴν χἀριν ἀπαντλοῦμεν ἐξ αὐτοῦ, τῶν Ἀποστόλων ἑπόμενοι θείαις παραδόσεσιν». Δηλαδή: «Δέσποτα, εσύ που ως προς τη θεϊκή Σου φύση δεν μπορείς να περιγραφείς (να εικονιστείς), όταν εισήλθες στο χρόνο κι έγινες άνθρωπος, έκρινες άξιο και ορθό να εικονιστείς· διότι με την πρόσληψη του σώματος, έλαβες και όλες τις ιδιότητές του. Γι’ αυτό, εικονίζοντας την ομοιότητα της μορφής σου, αντίστοιχα και την ασπαζόμαστε, ανυψούμενοι προς την αγάπη Σου. Ακόμη, από την εικόνα της μορφής Σου αντλούμε τη χάρη των ιαμάτων, επειδή ακολουθούμε τις θείες παραδόσεις των Αποστόλων».
Έτσι τονίζεται και βεβαιώνεται η πραγματικότητα της Ενανθρωπήσεως, διότι αν ο Χριστός εικονίζεται με τη μορφή Του, τότε είναι πραγματικός άνθρωπος, πραγματικό ιστορικό πρόσωπο και όχι φάντασμα. Οι άγιοι Πατέρες, ως εκ τούτου, αποδείχθηκαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: Σύμφωνα με τον όρο της Ζ΄ Οικ. Συνόδου, «τον Θεό ως ασώματο και δίχως συγκεκριμένο σχήμα, δεν μπορώ να Τον εικονίσω. Από τη στιγμή όμως που αποκαλύφθηκε με σώμα και συνανεστράφη με τους ανθρώπους, μπορώ να εικονίσω αυτό που είναι ορατό. Δεν προσκυνώ την ύλη, αλλά προσκυνώ τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που για χάρη μου έγινε ύλη και καταδέχτηκε να κατοικήσει στην ύλη και με έσωσε δια της ύλης. Γι’ αυτό δεν θα παύσω να σέβομαι την ύλη, δια της οποίας έχει επέλθει η σωτηρία μου» .
Όπως και πάλι δογμάτισε η Ζ΄Οικ. Σύνοδος, ακολουθώντας και αυτή τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όταν οι πιστοί βλέπουν στις εικόνες τα ιερά πρόσωπα του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, «ο νους των υψώνεται προς την ανάμνηση και τον πόθο των πρωτοτύπων, και απονέμουν σ’ αυτές ασπασμό και τιμητική προσκύνηση και όχι (…)λατρεία, η οποία απονέμεται μόνο στη θεία φύση (…). Διότι η τιμή της εικόνας περνά από την εικόνα στο εικονιζόμενο πρόσωπο και αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί το πρόσωπο που είναι ζωγραφισμένο σ’ αυτήν» και όχι το χρώμα ή το ξύλο.
Είναι, επομένως, σοφή η απόφαση της Εκκλησίας να ονομάσει την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, την ημέρα δηλαδή της αναστήλωσης των ιερών εικόνων, ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Διότι τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων σημαίνει αποδοχή του γεγονότος ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος, ότι στο Πρόσωπό Του ενώθηκαν αδιαιρέτως η θεία με την ανθρώπινη φύση, ότι είναι τέλειος Θεάνθρωπος. Κι αυτή η πίστη αποτελεί τη βάση και το θεμέλιο όλης της χριστιανικής διδασκαλίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Και επειδή ο Χριστός, είναι, όπως γράφει ο Απ. Παύλος, «εἰκὼν Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» γι’ αυτό αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο του Θεού, ελευθερώνοντας έτσι τους ανθρώπους από τα ομοιώματα και τα είδωλα. Εορτάζουμε, λοιπόν, ταυτόχρονα με την αναστήλωση των εικόνων, την αναστήλωση και της δικής μας αληθινής εικόνας, αφού μπορούμε πλέον να πιστεύουμε ορθά, να ατενίζουμε δηλαδή, ελεύθεροι από ψευδαισθήσεις, το πρωτότυπο βάσει του οποίου πλαστήκαμε: το θεανθρώπινο Πρόσωπο του Χριστού.
Φτάνουμε έτσι στο ερώτημα: - Τι είναι λοιπόν η Ορθοδοξία; Η διδασκαλία της Εκκλησίας μας για τις εικόνες μάς αποκαλύπτει ότι η Ορθοδοξία είναι η ορθή «δόξα», η ορθή αντίληψη και πίστη για το Χριστό, μια πίστη που ερείδεται σταθερά στην Αγία Γραφή, στη διδασκαλία των επτά Οικουμενικών Συνόδων, στους Πατέρες και στη μεγάλη λατρευτική και ασκητική της παράδοση. Βέβαια, λ. «δόξα» σχετίζεται με το δόγμα, που δηλώνει την αναμφισβήτητη αλήθεια, το κανονιστικό στοιχείο της πίστης. Τι σημαίνει όμως ορθή πίστη; Πρόκειται άραγε απλώς για την τυφλή προσήλωση σε ένα σύστημα δογμάτων, όπως συμβαίνει με τις διάφορες ιδεολογίες; Εξαντλείται στη διατύπωση και την τήρηση του λόγου των δογμάτων όλο το νόημα της πίστεως; Σαφώς και όχι, αγαπητοί αδελφοί. Τα δόγματα σχετίζονται με την εμπειρία και τη ζωή της Εκκλησίας και όχι με τις ψευδαισθήσεις των ιδεολογιών. Είναι «σφραγισμένα με το αίμα των μαρτύρων της Εκκλησίας και γι’ αυτό σχετίζονται μόνον με ζητήματα ζωής ή θανάτου» . «Τα δόγματα δεν οδηγούν στις ιδέες, αλλά στις θείες πραγματικότητες και χαράσσουν μια λεκτική εικόνα των πραγματικοτήτων αυτών», όπως και η ορθόδοξη αγιογραφία συλλαμβάνει την εσώτερη μορφή του εικονιζόμενου προσώπου . Αποτελούν την έκφραση της εμπειρίας της καθολικής Εκκλησίας, εν αντιθέσει προς την αίρεση, που παίρνει και απολυτοποιεί μόνο ένα κομμάτι της αλήθειας. Γι’ αυτό η Εκκλησία αντιδρά στις αιρέσεις, όπως έπραξε και στην περίπτωση της εικονομαχίας, «επισημαίνοντας τα όρια της αλήθειας της, οριοθετώντας δηλαδή τη βιωματική εμπειρία της. Είναι πολύ χαρακτηριστικό, πως η πρώτη ονομασία που δόθηκε σε ό, τι σήμερα ονομάζουμε δόγμα, ήταν όρος, δηλαδή, όριο, σύνορο της αλήθειας» . Τα δόγματα, λοιπόν, με τη λεκτική τους διατύπωση , θέτουν τα όρια και προσανατολίζουν τους πιστούς προς την εμπειρία της θείας πραγματικότητας, που βρίσκεται πέρα από αυτά. Είναι ο δρόμος, τον οποίο ακολουθώντας μπορούμε να σχετιστούμε αληθινά με το Θεό, να ζήσουμε τη ζωή του Θεού, όπως μας την αποκάλυψε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του. Έτσι, πίσω και πέρα από το δόγμα περί προσκυνήσεως των ιερών εικόνων βρίσκεται η εμπειρία του γεγονότος της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, ενώ η προσκύνηση των εικόνων είναι έκφραση αυτής της εμπειρίας και όχι απλώς μια συνήθεια ή μια άνωθεν εντολή. Προσκυνώντας την εικόνα του Χριστού, αποδεχόμαστε πως ο Χριστός έγινε άνθρωπος, πως είναι τέλειος Θεάνθρωπος κι αυτό ανοίγει το δρόμο για τη σωτηρία μας.
Όταν, επομένως, λέμε ότι εορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, εορτάζουμε την ορθή σχέση μας με το Θεό, από την οποία εξαρτάται και η ορθότητα της καθημερινής μας ζωής, η ορθότητα του πρακτικού μας βίου σε όλες του τις εκφάνσεις: από την ορθοδοξία μας εξαρτάται και η ορθοπραξία μας. «Είμαι ορθόδοξος» σημαίνει, τελικά: ζω σύμφωνα με την εμπειρία της Εκκλησίας και των αγίων της, πορεύομαι εντός των ορίων που δογμάτισαν και χάραξαν οι Πατέρες στις Ιερές Συνόδους, ακολουθώ την καθολική αλήθεια της Εκκλησίας που σφράγισαν με το αίμα τους οι μάρτυρές της, βρίσκομαι στα χνάρια της παράδοσής της, δοξολογώ και λατρεύω ορθά το Θεό, με τελικό σκοπό την εν Χριστώ τελείωσή μου. Η Ορθοδοξία είναι, εντέλει, ο τρόπος της ζωής μας, που θεμελιώνεται στο δόγμα και διασώζεται στη μεγάλη και αδιάσπαστη λατρευτική και ασκητική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε, λοιπόν, με τα λόγια σύγχρονου θεολόγου, που λέγει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μας είναι κάτι το ξένο και το εξωτερικό· είναι ό, τι καλύτερο υπάρχει μέσα μας, ο καλύτερος, ο πραγματικός εαυτός μας. Γι’ αυτό η νίκη μας πάνω στον εγωισμό, στα πάθη και στα ελαττώματά μας είναι νίκη της Ορθοδοξίας. Κάθε βήμα προς την αγιότητα είναι μια αποκάλυψη της Ορθοδοξίας. Και κάθε προτέρημά μας είναι μια ψηφίδα που καθιστά τελειότερη και πιο αληθινή την εικόνα της Ορθοδοξίας .
Γι’ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι πρέπει να είμαστε περήφανοι και να σεμνυνόμαστε, επειδή κρατούμε με σταθερότητα την πίστη και την παράδοσή μας, με το να μετέχουμε στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας, τον οποίο βιώνουμε ως εορταστική σύναξη ανθρώπων που φανερώνουν τη νέα πραγματικότητα που εγκαινίασε ο Χριστός: τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, την αναστήλωση των οποίων εορτάζουμε, αυτή την αλήθεια μάς διακηρύσσουν διαρκώς: πως η ζωή έχει νικήσει το θάνατο κι αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα της χαράς που εκπέμπει η σημερινή μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Αναζήτηση
Παλαιότερες ανακοινώσεις