Οικουμενικό πατριαρχείο - Ιερός Ναός Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης

 

Φιλανθρωπία Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την Ενορία μας και που με πολύ αγάπη..Περισσότερα

Κοινωνικό φροντιστήριο Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Ενορίας μας λειτουργεί 4 συνεχή χρόνια και..Περισσότερα

Ιστορικό Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ήταν μεγάλος ο πόθος των κατοίκων της περιοχής Μπεντεβή Καμάρας και Παλαιού..Περισσότερα

Πρόγραμμα Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Πρόγραμμα του Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλειου..Περισσότερα

ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ:

ΜΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΡΕΤΗ (ΜΕΡΟΣ Β')

Στο πρώτο μέρους του κειμένου για την ελεημοσύνη προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε και να αποσαφηνίσουμε την έννοιά της και να απαντήσουμε έτσι στις ενστάσεις που εγείρονται σχετικά με αυτή τη θεμελιώδη χριστιανική αρετή. Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε (κυρίως μέσα από τον λόγο των Πατέρων της Εκκλησίας) κάποιες άλλες πλευρές του θέματος.

Ο ελεήμων άνθρωπος είναι μιμητής του Θεού, σύμφωνα με το λόγο του Χριστού: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰτκτίρμων ἐστί» (Λουκ. 6,36). Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος προτρέπει: «Γενοῦ τῷ ἀτυχοῦντι θεός, τὸν ἔλεον τοῦ Θεοῦ μιμούμενος» (Ἀποφθέγματα, Ζ, 25). Δικαίως, λοιπόν, η Εκκλησία δια των Πατέρων της θεωρεί την ελεητική στάση προς τον πλησίον κορυφαία των αρετών και διδάσκει ότι χωρίς αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί: «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι, εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον…Οὗτός ἐστιν ὁ πνευματικὸς νόμος, ὁ ἐν καρδίαις πισταῖς γραφόμενος»», λέγει ο άγιος Μακάριος (Ὁμιλίαι πνευματικαί, ΛΖ΄, 3). Σε τροπάριο που ψάλλεται την Κυριακή της Τυρινής, η Εκκλησία, δια στόματος του υμνογράφου, μας καλεί να εισέλθουμε και να αγωνιστούμε στο στάδιο των αρετών (δηλαδή στη Μ. Τεσσαρακοστή) τον πνευματικό αγώνα  με όπλα την πίστη, την προσευχή και την ελεημοσύνη, την οποία μεταφορικά αποκαλεί «περικεφαλαία». Είναι πρόδηλο ότι ο υμνογράφος με τον τρόπο αυτό τονίζει τη σπουδαιότητα της ελεημοσύνης για τον πνευματικό αγώνα του πιστού. Διότι, όπως η περικεφαλαία προφυλάσσει  κατά την ώρα της μάχης το πολυτιμότερο μέρος του σώματος, το κεφάλι, έτσι και η ελεημοσύνη προφυλάσσει τον πιστό από το μέγα πάθος της πλεονεξίας, η οποία έχει τις ρίζες της στην ίδια την ανθρώπινη φύση, όπως χαρακτηριστικά λέγει και πάλι ο άγιος Γρηγόριος: «Ἄυπνός ἐστι καὶ ἀκοίμητος πρὸς τὴν τοῦ πλείονος ἐπιθυμίαν, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις»(Ἀποφθέγματα,ΚΖ΄, 10). Είναι η ελεημοσύνη, επομένως, μια νίκη του ανθρώπου πάνω στη φύση του, μια νίκη πάνω στο φουσκωμένο του Εγώ, η οποία είναι το Α και το Ω για τη σωτηρία του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης γράφει ότι όλα τα κακά (φθόνος, μίσος, μνησικακία, ψεύδος, απάτη, πόλεμος) «ἔγγονα τῇ τοῦ πλείονος ἐπιθυμίᾳ ἐστίν» (Εἰς τοὺς Μακαρισμούς, Ε, 4). Δηλαδή: τα κακά είναι παιδιά της επιθυμίας του περισσότερου, ήτοι της πλεονεξίας. Γι’ αυτό και, όταν η ανελεήμων διάθεση εξοριστεί από την ψυχή, αμέσως ξεριζώνονται και τα «βλαστήματα της κακίας»και «αντεισέρχεται ὁ τῶν ἀγαθῶν κατάλογος, εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη, καὶ πᾶσα τῶν πρὸς τὸ κρεῖττον νοουμένων ἀκολουθία», γράφει και πάλι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης (αυτόθι), δηλώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι η ελεημοσύνη είναι η είσοδος για όλα τα καλά. «Ἐλεημοσύνης ἐπικρατούσης, ἀκολούθως ἕπονται αἱ λοιπαὶ ἀρεταί», γράφει ο Ωριγένης (Εἰς τοὺς Ψαλμούς, ψαλμ. να,΄10).

Με την ελεήμονα στάση του ο χριστιανός υπερβαίνει, όπως προείπαμε, τη φύση του, αφήνει στην άκρη το δίκαιο του ισχυρού, νικά τον φυσικό άνθρωπο και αποκτά εκκλησιαστική διάσταση, γίνεται άνθρωπος εκκλησιαστικός, άνθρωπος πνευματικός. Η ελεημοσύνη δίνει πνευματικό χρώμα στην ανθρώπινη ζωή, γιατί ο άνθρωπος έχει προσανατολιστεί προς τη μίμηση του Θεού. Δεν είναι πλέον ένα εγωιστικό άτομο, αλλά γίνεται πρόσωπο στραμμένο προς τον άλλο, τον πλησίον του, τον εμπερίστατο αδελφό του. Έτσι πραγματώνεται η Εκκλησία ως κοινωνία ανθρώπων και υποχωρεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός και όλες εκείνες οι καταστάσεις που θυμίζουν ζούγκλα και όχι ανθρώπινη κοινωνία. Η ελεητική διάθεση συντελεί, ώστε η Εκκλησία να πραγματώνεται ως ενιαίο, ζωντανό σώμα, όπου όλα τα μέλη λειτουργούν αρμονικά υπέρ όλου του σώματος. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα που μας δίνει και πάλι ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Ὥσπερ γὰρ τὰ μέλη τοῦ σὠματος πολλὰ ὄντα ἕν ἐστί σῶμα καὶ βοηθοῦσιν ἀλλήλοις, καὶ ἕκαστον ἴδιον ἔργον ἐκτελεῖ, πλὴν ὁ ὀφθαλμὸς ὑπὲρ ὅλου τοῦ σὠματος βλέπει καὶ ἡ χεὶρ ὑπὲρ ὅλων τῶν μελῶν ἐργάζεται, καὶ ὁ ποῦς περιπατεῖ, ὅλα τὰ μέλη ἐπιφερόμενος καὶ ἄλλο συμπάσχει, οὕτω καὶ οἱ ἀδελφοὶ μετ’ ἀλλήλων ἤτωσαν» (ό.π. Γ, 1).

Η ελεητική διάθεση ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου, πλαταίνει τον ορίζοντά του, ώστε να δει πέρα από τον εαυτό του και προπάντων να στρέψει το βλέμμα του προς εκείνους που έχουν την ανάγκη του και να σταθεί πλάι τους με τον τρόπο και με τις δυνατότητες που έχει στη διάθεσή του. Ελεημοσύνη, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, είναι «ἑκούσιος λύπη ἐπ’ ἀλλοτρίοις κακοῖς συνισταμένη» (ό.π. Ε, 3), ενώ σε άλλο σημείο αποκαλεί την ελεημοσύνη «ἐπίτασιν τῆς ἀγάπης», δηλαδή ένταση, κορύφωση της αγάπης. Και συνεχίζει: «Επομένως, αληθινά μακάριος είναι αυτός που έχει την ψυχή του στραμμένη προς αυτή τη διάθεση (την ελεητική), επειδή αγγίζει το ακρότατο όριο της αρετής. Κανείς, ωστόσο, ας μη θεωρεί την αρετή μόνο ως υλική προσφορά. Διότι σίγουρα μια τέτοια θεώρηση δεν θα είναι επίτευγμα, παρά μόνο για εκείνον που έχει κάποια δυνατότητα να ελεεί (προσφέροντας υλικά αγαθά). Μου φαίνεται πως είναι πιο σωστό να βλέπουμε την ελεημοσύνη στην προαίρεση του καθενός» (ό.π. Ε, 4). Από όσα γράφει ο άγιος Γρηγόριος συμπεραίνουμε ότι: α) η ελεημοσύνη είναι πράξη εκούσια, ελεύθερη, δεν επιβάλλεται· β) είναι λύπη, δηλαδή πόνος για τη συμφορά και τις δυσκολίες του άλλου· γ) είναι κορυφαία εκδήλωση της αγάπης· δ) είναι το ακρότατο όριο της αρετής· ε) δεν μετριέται με μόνο την προσφορά υλικής βοήθειας αλλά με την προαίρεση, με την ελεύθερη θέληση για προσφορά, με την ποιότητα του κινήτρου.

Θα σταθώ για λίγο στον ορισμό της ελεημοσύνης ως λύπης. Η ελεημοσύνη, η κατάκτηση της «ελεήμονος καρδίας», για την οποία μίλησε ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, είναι ένας σταυρός, είναι δρόμος ανηφορικός, επειδή ακριβώς απαιτεί να φτάσουμε πολύ ψηλά, στο ακρότατο της αρετής. Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι πρέπει να αλλάξουμε ριζικά, να μεταμορφώσουμε τη ζωή μας, να αποδεσμευτούμε από τα δεσμά του Εγώ, να ταπεινωθούμε, να σταυρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο «σὒν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. 5, 24), πράγμα ακατόρθωτο, όταν βασιζόμαστε αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις, επειδή το Εγώ και τα ένστικτα πάντοτε αντιστέκονται σθεναρά. Γι’ αυτό, τελικά, η «ελεήμων καρδία» είναι θεϊκή δωρεά, που προσφέρεται σ’ εκείνους που ζητούν το θείο έλεος. Είναι, όμως, σταυρός και λύπη το έλεος, επειδή κανείς άνθρωπος δεν επιθυμεί να λυπάται. Αντίθετα, όλοι επιζητούν τη χαρά και την ευτυχία. Μήπως, λοιπόν, η στάση αυτή δηλώνει μαζοχισμό; θα διερωτηθεί κάποιος. Η απάντηση δίδεται από το γεγονός ότι η λύπη είναι εκούσια, ελεύθερη δηλαδή και θεληματική, αφορά την προαίρεσή μας. Κι όταν μια πράξη είναι αποτέλεσμα ελευθερίας, πράξη που την έχουμε επιλέξει ενσυνείδητα και δεν είναι αποτέλεσμα διαστροφής, όπως στην περίπτωση του μαζοχισμού, τότε είναι πράξη που μας γεμίζει με γνήσια και όχι επίπλαστη και πρόσκαιρη χαρά. Η ελεημοσύνη επομένως είναι μια στάση και πράξη χαρμολύπης: λυπούμαστε για την δύσκολη κατάσταση του αδελφού και πλησίον μας, αλλά χαιρόμαστε που τον βοηθούμε ελεύθερα και χωρίς κανείς να μας το επιβάλλει και βλέπουμε και στο πρόσωπο του ιδίου τη χαρά. Η λύπη μάς απαλλάσσει από την αλαζονεία και μας κάνει ταπεινούς, η χαρά μάς κάνει δοτικούς και μας βγάζει από την απελπισία και την κατάθλιψη για τα δεινά του κόσμου. Γι’ αυτό η ελεημοσύνη, για να είναι «αληθινή» και «βεβαία» (Μ. Βασίλειος) πρέπει να γίνεται με χαρά. Γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνἀγκης, ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. 9,7).  Εντέλει, η ελεημοσύνη είναι πράξη χαροποιός, απόδειξη της εσωτερικής χαράς, της βαθιάς πνευματικής αλλοίωσης που έχει γίνει στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο ελεήμων είναι άνθρωπος χαρούμενος, επειδή είναι χαριτωμένος με τη χάρη του Θεού. Είναι χαρούμενος, γιατί ενεργεί κατά Θεόν, γιατί το θέλημα του Θεού έχει γίνει δικό του θέλημα και η ελεημοσύνη εκπορεύεται από μέσα του, όπως η αναπνοή του. Γι’ αυτό και εκδηλώνει το έλεός του προς τον άλλο κρυφά και ταπεινά, χωρίς να το δημοσιεύει, χωρίς να το διατυμπανίζει, όπως ακριβώς το ζήτησε και ο Χριστός: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς…Ὅταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ῥύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων…» (Ματθ. 6, 1-2). Το κρυφό της ελεημοσύνης σαφώς προφυλάσσει και την αξιοπρέπεια του αποδέκτη της. Για να συνοψίσουμε: τα χαρακτηριστικά της αληθούς ελεημοσύνης είναι η εκουσιότητα, η ταπεινότητα και η κρυφιότητα.

Ακούμε πολλές φορές και από πολλούς ανθρώπους ότι στους κακούς και απατεώνες δεν πρέπει να δείχνουμε ελεητική διάθεση, δεν πρέπει να τους ελεούμε και να τους βοηθούμε. Πρόκειται για μια εν πολλοίς δικαιολογημένη στάση, αφού, πράγματι, ποτέ δεν λείπουν εκείνοι που εκμεταλλεύονται τα χριστιανικά αισθήματα των ανθρώπων και κάνουν επάγγελμα την επαιτεία. Το ζήτημα είναι λεπτό, διότι, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν, η ελεημοσύνη προσφέρεται προς όλους αδιακρίτως. Ο Χριστός, διδάσκοντας τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται η ελεημοσύνη, είπε το περίφημο:  «Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τὶ  ποιεῖ ἡ δεξιά σου»(Ματθ. 6,3). Με τον τρόπο αυτό δήλωνε ότι αφενός η ελεημοσύνη δεν πρέπει να διατυμπανίζεται και, αφετέρου, ότι δεν πρέπει να γίνονται διακρίσεις στους αποδέκτες της ελεημοσύνης. Στη βάση αυτής της διδασκαλίας του Κυρίου κινήθηκαν και οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ο ελεήμων άνθρωπος είναι λιμάνι, και το λιμάνι υποδέχεται όλους όσοι ναυάγησαν και τους απαλλάσσει από τον κίνδυνο. Είτε είναι κακοί είτε καλοί, ό, τι κι αν είναι όσοι κινδυνεύουν, τους στέλνει μέσα στους κόλπους του. Κι εσύ, λοιπόν, όταν βλέπεις στη γη τον άνθρωπο που βρέθηκε στο ναυάγιο της φτώχειας, μη τον δικάζεις, μη του ζητείς ευθύνες, αλλά απάλλαξέ τον από τη συμφορά» (Εἰς πτωχὸν Λάζαρον, Λόγος Β΄, 5, MG 48, 989). Αλλού πάλι ο ίδιος γράφει: «Μη λέμε ότι ο τάδε είναι πονηρός και δεν αξίζει να ευεργετηθεί…Μη δεις αυτόν που έχει ανάγκη βοήθειας μόνο από το κατά πόσο αξίζει αλλά κατά πόσο έχει ανάγκη. Διότι είτε είναι ευτελής είτε παραπεταμένος είτε αξιοκαταφρόνητος, ο Χριστός λογαριάζει την ανταπόδοσή σου σαν να ευεργετήθηκε Αυτός ο ίδιος  στη θέση εκείνου»(Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω», 16, MG 51, 336). Αλλά και σε κείμενο του Δ΄ αιώνα μ. Χ. του λεγόμενου Ψευδοκλήμεντος διαβάζουμε: «Εκείνος που ασκεί φιλανθρωπία πρέπει να μιμείται το Θεό, ευεργετώντας δίκαιους και άδικους, όπως ο ίδιος ο Θεός στον τωρινό κόσμο  προσφέρει σε όλους τον ήλιο και τις βροχές. Αν όμως θέλεις να ευεργετείς τους καλούς, όχι όμως τους κακούς ή και να τους τιμωρείς, επιχειρείς να κάμεις έργο δικαστή και δεν ενδιαφέρεσαι να κάνεις έργα φιλανθρωπίας» (Τῶν Πέτρου ἐπιδημιῶν Κηρυγμάτων ἐπιτομή, Ομιλία ΙΒ΄, 26). Πάντως, επειδή είναι σίγουρο ότι, παρά ταύτα, κάποιοι χριστιανοί θα εξακολουθήσουν να έχουν τις αντιρρήσεις τους, όσον αφορά την ελεημοσύνη σε ανθρώπους απατεώνες, ας την προσφέρουν μέσω της Εκκλησίας, η οποία γνωρίζει ποιοι άνθρωποι έχουν όντως ανάγκη και τη μοιράζει δίκαια.

Η ελεημοσύνη είναι έκφραση του χριστιανικού ήθους και φανερώνει ότι ο αληθινός χριστιανός είναι ο άνθρωπος του ελέους, ο άνθρωπος της αγάπης και της συμπόνιας. Χωρίς την ελεητική διάθεση  αληθινός χριστιανισμός δεν υφίσταται. Το έλεος είναι εκείνο που δίνει νόημα και σε όλες τις άλλες εκφράσεις και εκφάνσεις της χριστιανικής βιοτής. «Ὡς δὲ ἄνευ πνοῆς  ἄχρηστόν  ἐστι τὸ σῶμα ἡμῶν καὶ ἀνενέργητον, οὕτως ἄνευ ἐλεημοσύνης εἰς κενὸν ἡμῖν τὸ νηστεύειν γενήσεται», γράφει ο άγιος Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως. Δηλαδή: «Όπως χωρίς την αναπνοή το σώμα μας είναι άχρηστο και δίχως ενέργεια, έτσι και χωρίς την ελεημοσύνη άδικα θα νηστέψουμε» (Διήγησις… καὶ περὶ νηστείας, 16). Και ο άγιος Κλήμης ο Ρώμης σημειώνει: «Καλὸν οὖν ἐλεημοσύνη ὡς μετάνοια ἁμαρτίας· κρείσσων νηστεία προσευχῆς, ἐλεημοσύνη δὲ ἀμφοτέρων· «ἀγάπη δὲ καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν», προσευχὴ δὲ ἐκ καλῆς συνειδήσεως ἐκ θανάτου ῥύεται. Μακάριος πᾶς ὁ εὑρεθεὶς ἐν τούτοις πλήρης· ἐλεημοσύνη δὲ κούφισμα ἁμαρτίας γίνεται». Δηλαδή : «Καλό πράγμα είναι η ελεημοσύνη ως μετάνοια από την αμαρτία· η νηστεία είναι ανώτερη από την προσευχή, ενώ η ελεημοσύνη είναι ανώτερη και από τις δύο. Η αγάπη καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ενώ η προσευχή που γίνεται με καθαρή συνείδηση γλυτώνει από το θάνατο. Μακάριος είναι κάθε άνθρωπος που θα βρεθεί γεμάτος από αυτές τις αρετές. Η ελεημοσύνη, τέλος, είναι το ξαλάφρωμα από την αμαρτία» (Πρὸς Κορινθίους Β΄, ΙΣΤ΄, 4). Δεν φτάνουν, λοιπόν, οι νηστείες, οι προσευχές, οι μετάνοιες, τα κεριά, τα τάματα και τα προσκυνήματα σε τόπους ιερούς. Χωρίς το έλεος, χωρίς την ελεήμονα διάθεση, χωρίς την ευαισθησία απέναντι στον πάσχοντα συνάνθρωπο, όλα καταντούν ανενεργά. Κι όλα αυτά, βέβαια, πρέπει να γίνονται όχι ως ένα θρησκευτικό καθήκον, αλλά να είναι αποτέλεσμα της ζωής κοντά στον Χριστό και την Εκκλησία. Η ελεημοσύνη πρέπει να είναι ο αψευδής μάρτυρας της καλής αλλοίωσης που έχει επέλθει στην ύπαρξη του χριστιανού από την εν Χριστῷ ζωή του. Γι’ αυτό και ό, τι κάνουμε, για το Χριστό και την Εκκλησία Του το κάνουμε. Κι όταν δείχνουμε το έλεός μας, στο όνομα του Χριστού το δείχνουμε. Θα κλείσω το κείμενο με όσα γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος προφανώς έχει υπόψη του την ευαγγελική αφήγηση για τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου: «Αν, λοιπόν, σε κάτι με υπακούτε, δούλοι του Χριστού και αδελφοί και συγκληρονόμοι, όσο είναι καιρός, ας επισκεφτούμε το Χριστό, ας θεραπεύσουμε το Χριστό, ας θρέψουμε το Χριστό, ας ντύσουμε το Χριστό, ας βάλουμε στο σπίτι μας το Χριστό, ας τιμήσουμε το Χριστό· όχι μόνο με τραπέζι, όπως έκαμαν κάποιοι, ούτε με αρώματα, όπως η Μαρία, ούτε μόνο με την πράξη της ταφής, όπως ο Νικόδημος, που μισοαγαπούσε το Χριστό, ούτε με χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι, προτού συμβούν όσα προείπαμε. Αλλά επειδή ο Βασιλιάς του σύμπαντος θέλει έλεος και όχι θυσίες και επειδή η ευσπλαχνία είναι ανώτερη από αναρίθμητα παχιά αρνιά, αυτήν ας του προσφέρουμε μέσω εκείνων που έχουν ανάγκη και είναι σήμερα πεταμένοι στο χώμα, ώστε, όταν φύγουμε από αυτό τον κόσμο, να μας υποδεχτούν στην αιώνια κατοικία, δίπλα στον ίδιο τον Χριστό, τον Κύριό μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν (Λόγοι, Δ΄,40).

 

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης