Οικουμενικό πατριαρχείο - Ιερός Ναός Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης

 

Φιλανθρωπία Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την Ενορία μας και που με πολύ αγάπη..Περισσότερα

Κοινωνικό φροντιστήριο Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Ενορίας μας λειτουργεί 4 συνεχή χρόνια και..Περισσότερα

Ιστορικό Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ήταν μεγάλος ο πόθος των κατοίκων της περιοχής Μπεντεβή Καμάρας και Παλαιού..Περισσότερα

Πρόγραμμα Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Πρόγραμμα του Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλειου..Περισσότερα

Τη αγία και μεγάλη Τρίτη της των δέκα παρθένων παραβολής,

της εκ του ιερού Ευαγγελίου,μνείαν ποιούμεθα.

Τον νυμφώνα σου βλέπω

Εκ του κατά Ματθαίον (ΚΔ' 36 - ΚΣΤ' 2)

Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθητές: Περί της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς οίδεν, ούδε οι Άγγελοι των ουρανών, ει μη ο Πατήρ μου μόνος. Ώσπερ Δε αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου. Ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την Κιβωτόν και ουκ έγνωσαν, έως ήλθεν ο κατακλυσμός, και ήρεν άπαντας ούτως έσται και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου. Τότε δύω έσονται εν τω αγρώ ο εις παραλαμβάνεται, και ο είς αφίεται. Δύω αλήθουσαι εν τω μύλωνι μια παραλαμβάνεται, και μια αφίεται. Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται. Εκείνο δε γινώσκετε, ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν, και ουκ αν είασε διορυγήναι την οικίαν αυτού. Δια τούτο και υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε, ο Υιός του ανθρώπου έρχεται. Τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος, ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού , του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρώ; Μακάριος ο δούλος εκείνος, ον ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως. Αμίν λέγω υμίν, ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. Εάν δε είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού Χρονίζει ο κύριος μου ελθείν και άρξηται τύπτειν τους συνδούλους, εσθίειν δε και πίνειν μετά των μεθυόντων ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου, εν ημέρα η ου προσδοκά, και εν ώρα η ου γινώσκει και διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των υποκριτών θήσει εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα Παρθένοις, αι τινές λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, εξήλθον εις απάντησιν του Νυμφίου. Πέντε δε ήσαν φρόνιμοι, και οι πέντε μωραί. Αι τινες μωραί, λαβούσαι τας λαμπάδας εαυτών, ουκ έλαβον μεθ΄ εαυτών έλαιον. Αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών, μετά των λαμπάδων αυτών. Χρονίζοντος δε του Νυμφίου, ενύσταξαν πάσαι, και εκάθευδον. Μέσης δε της νυκτός κραυγή γέγονεν Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού. Τότε ηγέρθησαν πάσαι αι Παρθένοι εκείναι, και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών. Αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον Δότε ημίν εκ του ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. Απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι, λέγουσαι Μήποτε ουκ αρκέστη ημίν και υμίν πορεύσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας, και αγοράσατε εαυταίς. Απερχομένων Δε αυτών αγοράσαι, ήλθεν ο Νυμφίος και αι έτοιμοι εισήλθον μετ΄ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. Ύστερον Δε έρχονται και αι λοιπαί Παρθένοι, λέγουσαι Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν. Ο Δε αποκριθείς, είπεν Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. Γρηγορείτε ούν, ότι ούκ οίδατε την ημέραν, ουδέ την ώραν, εν η ο Υιός του ανθρώπου έρχεται.

Από την Υμνολογία της ημέρας
Εξαποστειλάριο. Ήχος γ΄, αυτόμελο.
Τον νυμφώνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον,
και ένδυμα ούκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ
λαμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής,
φωτοδότα και σώσον με (εκ. γ΄).
Ήχος δ΄. Ο υψωθείς εν τω σταυρώ
Τον νυμφίον, αδελφοί, αγαπήσωμεν,
τας λαμπάδας εαυτών ευτρεπίσωμεν,
εν αρεταίς εκλάμποντες και πίστει ορθή,
ίνα ως αι φρόνιμοι, του Κυρίου παρθένοι,
έτοιμοι εισέλθωμεν, συν αυτώ εις τους γάμους
ο γάρ νυμφίος δώρον, ως Θεός,
πάσι παρέχει τον άφθαρτον στέφανον.
Ήχος δ'. Κατεπλάγη Ιωσήφ
Βουλευτήριον Σωτήρ, παρανομίας κατά σου,
ιερείς και γραμματείς, φθόνω αθροίσαντες δεινώς,
εις προδοσίαν εκίνησαν τον Ιούδαν,
όθεν αναιδώς εξεπορεύετο,
ελάλει κατά σου τοις παρανόμοις λαοίς.
Τι μοι, φησί, παρέχετε,
καγώ υμίν αυτόν παραδώσω εις χείρας υμών;
Της κατακρίσεως τούτου,
ρύσαι, Κύριε τας ψυχάς ημών
Απόστιχα των αίνων ήχος πλ. β΄
Δεύτε, πιστοί, επεργασώμεθα προθύμως τω Δεσπότη
νέμει γάρ τοις δούλοις τον πλούτων
και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν
το της χάριτος τάλαντον
ο μεν σοφίαν κομιείτω δι΄έργων αγαθόν
ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείσθω
κοινωνείτω δε του λόγου πιστός τω αμυήτω
και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησιν άλλος
ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασιάσωμεν,
και ως οικονόμοι πιστοί της χάριτος,
δεσποτικής χαράς αξιωθώμεν
αυτής ημάς καταξίωσον, Χριστέ ο Θεός,
ως φιλάνθρωπος.
Στιχ. α΄. Ενεπλήσθημεν το πρωϊ του ελέους σου,
Κύριε, και ηγαλλιασάμεθα και ευφράνθημεν εν πάσαις
ταις ημέραις ημών. Ευφρανθείημεν, ανθ΄ων ημερών
εταπείνωσας ημάς, ετών, ων είδομεν κακά και ίδε επί
τους δούλους σου και επί τα έργα σου, και οδήγησον τους
υιούς αυτών.
Όταν έλθης εν δόξης μετ΄αγγελικών δυνάμεων,
και καθίσης εν θρόνω Ιησού, διακρίσεως,
μη με Ποιμήν αγαθέ, διαχωρίσης
οδούς δεξιάς γαρ οίδας,
διεστραμμέναι δέ εισίν αι ευώνυμοι
μή ούν ερίφοις με
τον τραχύν τη αμαρτία συναπολέσης,
αλλά τοις εκ δεξιών συναριθμήσας προβάτοις ,
σώσον με ως φιλάνθρωπος.
Στιχ. β’ . Καί η λαμπρότης Κυρίου του Θεού
ημών εφ’ ημάς και τα έργα των χειρών ημών
κατεύθυνον εφ’ ημάς και το έργο
των χειρών ημών κατεύθυνον.
Ο νυμφίος, ο κάλλει ωραίος, παρά πάντας ανθρώπους
ο συγκαλέσας ημάς
προς εστίασιν πνευματικήν του νυμφώνος σου,
τήν δυσειμωνία μου μορφήν,
των πταισματων απαμφίασον,
τη μεθέξει των παθημάτων σου,
και στολήν δόξης κοσμήσας, της σης ωραιότητος,
δαιτύμονα φαιδρόν ανάδειξον
της βασιλείας σου, ως εύσπλαχνος.